- μονομανία
- η1. (ψυχιατρ.) ψυχική διαταραχή, κατά την οποία μία μόνο ιδέα ή ένας περιορισμένος κύκλος ιδεών απασχολεί όλες τις διανοητικές λειτουργίες τού ασθενούς, αλλ. ιδεοληψία2. μτφ. έντονη κλίση προς κάτι, η οποία απορροφά ολοκληρωτικά κάθε σκέψη και δραστηριότητα ενός ατόμου («διακατέχεται από μονομανία για το ποδόσφαιρο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.